ἀκόνιον — by rubbing on an neut nom/voc/acc sg ἀ̱κόνιον , ἀκονάω sharpen imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀ̱κόνιον , ἀκονάω sharpen imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἀκονάω sharpen imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκονίων — ἀκόνιον by rubbing on an neut gen pl ἀκονάω sharpen pres part act masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόνια — ἀκόνιον by rubbing on an neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόνη — η (Α ἀκόνη) εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή αρχ. μεταφορικές χρήσεις «δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82)… … Dictionary of Greek
ακόνι — το η ακόνη* παροιμ. «τα χωρατά είναι ακόνι τού καβγά», πολλές φορές τα αστεία καταλήγουν σε καβγά «βγάζει ή τρώει απ τ ακόνια», εργάζεται έντιμα και αποδοτικά «έχει γλώσσα ακόνι» (βλ. ακόνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀκόνιον*, υποκορ. τού αρχ. ουσ.… … Dictionary of Greek
χρυσακόνιον — τὸ, Μ η λυδία λίθος, με την οποία δοκίμαζαν την γνησιότητα τού χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἀκόνιον, υποκορ. τού ἀκόνη) … Dictionary of Greek